- πάσχοντες
- πάσχωhavepres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἃ πάσχοντες ὑφ’ ἑτέρων ὁργίζεσθε ταῦτα τοῖς ἄλλοις μὴ ποιεῖτε. — ἃ πάσχοντες ὑφ’ ἑτέρων ὁργίζεσθε ταῦτα τοῖς ἄλλοις μὴ ποιεῖτε. См. Чего в другом не любишь, того и сам не делай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ελεημοσύνη — η (AM ἐλεημοσύνη) 1. συμπαράσταση προς τους πάσχοντες, ευσπλαγχνία 2. χρηματική ή άλλη βοήθεια προς τους φτωχούς και τους πάσχοντες μσν. νεοελλ. επιείκεια, μετριοπάθεια μσν. κατανόηση … Dictionary of Greek
Quod tibi fieri non vis alteri ne feceris — ( чего не хочешь себе, не делай другому ) латинская поговорка, представляющая перевод из книги Товита (см.; ср. также Матфея 7, 12; Луки 6, 31); император Александр Север велел ее написать на своем дворце и др. общественных зданиях. Уже у… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Quod tibi fieri non vis, alteri ne feceris — ( чего не хочешь себе, не делай другому ) латинская поговорка, представляющая перевод из книги Товита (см.; ср. также Матфея 7, 12; Луки 6, 31); император Александр Север велел ее написать на своем дворце и др. общественных зданиях. Уже у… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
чего в другом не любишь, того и сам не делай — Чего себе не хочешь, того и другому не твори. Ср. Was du nicht willst, dass man dir thu , Das füg auch keinem andern zu. Ср. Fai à autrui ce que tu voroies c on te feist. (Fais à autrui ce que tu voudrais qu on te fie). Anc. prov. Manuscr. XIII s … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Чего в другом не любишь, того и сам не делай — Чего въ другомъ не любишь, того и самъ не дѣлай. Чего себѣ не хочешь, того и другому не твори. Ср. Was du nicht willst, dass man dir thu’, Das füg’ auch keinem andern zu. Ср. Fai à autrui ce que tu voroies c’on te feist. (Fais à autrui ce que tu… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… … Dictionary of Greek
αμφιβληστροειδίτιδα — η Ιατρ. φλεγμονή τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα τού ματιού, στον οποίο, επειδή δεν διαθέτει αγγεία, παράγεται από επέκταση από τους πάσχοντες γειτονικούς ιστούς, όπως τον χοριοειδή χιτώνα (χοριοαμφιβληστροειδίτιδα), τη θηλή τού οπτικού νεύρου… … Dictionary of Greek
δίαιτα — Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.).… … Dictionary of Greek
διφθερίτιδα — Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο μικρόβιο της δ. ή του Löffler. Μεταδίδεται μέσω της αναπνευστικής, γαστρεντερικής οδού ή λύσης της συνέχειας του δέρματος, από πάσχοντες ή από υγιείς φορείς του μικροβίου και σπανιότερα από μολυσμένα… … Dictionary of Greek